- συλληπτεος
- συλληπτέος3adj. verb. к συλλαμβάνω См. συλλαμβανω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συλληπτέα — συλληπτέος 1 neut nom/voc/acc pl συλληπτέος 2 neut nom/voc/acc pl συλληπτέᾱ , συλληπτέος 2 fem nom/voc/acc dual συλληπτέᾱ , συλληπτέος 2 fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλληπτέον — συλληπτέος 1 masc/fem acc sg συλληπτέος 1 neut nom/voc/acc sg συλληπτέος 2 masc acc sg συλληπτέος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλληπτέον — συλληπτέον , συλληπτέος 1 masc/fem acc sg συλληπτέον , συλληπτέος 1 neut nom/voc/acc sg συλληπτέον , συλληπτέος 2 masc acc sg συλληπτέον , συλληπτέος 2 neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)